αλεύκαντος

αλεύκαντος
-η, -ο (Α ἀλεύκαντος, -ον) [λευκαίνω]
αυτός που δεν λευκάνθηκε, δεν άσπρισε.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αλεύκαντος — αλεύκαντος, η, ο και αλεύκαστος, η, ο αυτός που δε λευκάνθηκε, δεν άσπρισε: Τα σεντόνια στέκονταν ακόμη αλεύκαστα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • άλευκος — η, ο 1. ο μη λευκός 2. ο αλεύκαντος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + λευκός] …   Dictionary of Greek

  • αλεύκαστος — η, ο ο αλεύκαντος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + επίθ. λευκαστός < λευκάζω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”